μέντιουμ — το άκλ. (λ. λατ.), άτομο που χρησιμεύει ως μεσολαβητής πνευματιστικών ή μεταφυσικών φαινομένων (τηλεπάθεια, μεταβίβαση σκέψης κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέντιουμ ή διάμεσο — Πρόσωπο προικισμένο με ψυχικές ικανότητες πέραν του κανονικού, οι οποίες και το αναγκάζουν να προβεί ασυνήθιστες εκδηλώσεις που αποτελούν αντικείμενο μελέτης της μεταφυσικής. Η φαινομενολογία επιτυγχάνεται όταν το μ. (του οποίου η ψυχική και… … Dictionary of Greek
πνευματισμός — Θεωρία που αποδίδεται στην ύπαρξη πνευματικών όντων, ανεξάρτητων από το φυσικό κόσμο, την προέλευση του συνόλου των παραφυσικών φαινομένων, τα οποία μελετά η παραψυχολογία. Με την πρώτη εκδήλωση, στη Δύση, εμπειριών που έρχονταν σε αντίθεση με… … Dictionary of Greek
διάμεσος — Αυτός που βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα σε δύο άλλους· αυτός που μεσολαβεί για μία υπόθεση. (Ανατ.) Ο αναφερόμενος ή εντοπισμένος μεταξύ μερών του σώματος ή στον χώρο μεταξύ ιστών. (Μαθημ.) Όρος που σημαίνει το ευθύγραμμο τμήμα που συνδέει μία… … Dictionary of Greek
δυναμόλυτο — το είδος ακτινενέργειας που εκπέμπουν ορισμένα άτομα (μέντιουμ) … Dictionary of Greek
εκτόπλασμα — το 1. (ψυχοφυσ.) το μυστηριώδες πλάσμα που με την υλοποίηση τού ψυχικού ρευστού σχηματίζεται έξω από το σώμα τού μεταψυχικού* ατόμου (μέντιουμ) και μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές τής ανόργανης και οργανικής ζωής, κατά την αποκρυφιστική… … Dictionary of Greek
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek
μαντική — Η ικανότητα πρόβλεψης των μελλούμενων. Αποτέλεσε θεμελιώδη ενότητα για πολλές θρησκείες της αρχαιότητας, καθώς μέσω αυτής επιτυγχανόταν άμεση επαφή με τις θεότητες. Εμφανίζοντας κάποια σημεία ή μέσω του στόματος των μάντεων, οι θεοί… … Dictionary of Greek
μεσάζω — και μεσιάζω και μισάζω και μισιάζω (ΑM μεσάζω) [μέσος] διαιρώ κάτι στη μέση, διχοτομώ νεοελλ. 1. καταναλώνω τη μισή ποσότητα από κάτι («τό μεσάσαμε το κρασί») 2. (η μτχ. ενεστ. αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο μεσάζων, η μεσάζουσα το μέντιουμ νεοελλ. μσν … Dictionary of Greek
μεταψυχικός — ή, ό 1. σχετικός με ψυχικά φαινόμενα που υπερβαίνουν την κοινή ψυχολογία και δεν έχουν ακόμη εξακριβωθεί επιστημονικά 2. το θηλ. ως ουσ. η μεταψυχική η μελέτη τών μεταψυχικών φαινομένων αλλ. παραψυχολογία, μεταψυχολογία 3. φρ. «μεταψυχικό άτομο»… … Dictionary of Greek